πρακτόρευση

πρακτόρευση
η, Ν [πρακτορεύω]
1. άσκηση πρακτορείας
2. ναυτ. εξυπηρέτηση τής διακίνησης ενός πλοίου ή φορτίου, εντολή που δίνεται από τον πλοιοκτήτη στον πράκτορα και η οποία περιλαμβάνει πράξεις που δεν αναγράφονται πουθενά και οι οποίες εξαρτώνται αποκλειστικά από αυτή την εντολή και από τις συμφωνίες μεταξύ πράκτορα και εφοπλιστή ή πλοιοκτήτη
3. (οικον.) τεχνική χρηματοπιστωτικής διαχείρισης τού εξαγωγικού εμπορίου, που συνίσταται στη μεταβίβαση από τον δικαιούχο εμπορικών απαιτήσεων σε ιδιότυπο μεσίτη, τον πράκτορα
4. αντιπροσώπευση τών συμφερόντων μιας επιχείρησης από πρακτορείο ή πράκτορα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πράκτορας — ο, η / πράκτωρ, ορος, ΝΑ, θηλ. και πρακτόρισσα, Ν, και πρακτόρεια, Α νεοελλ. 1. (νομ.) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διεκπεραιώνει, με αμοιβή, ξένες υποθέσεις ή παρέχει συμβουλές και πληροφορίες κατά τις συναλλαγές, όπως λ.χ. για αγορά πραγμάτων,… …   Dictionary of Greek

  • πρακτορεύω — ΝΜΑ [πράκτωρ, ορος] νεοελλ. 1. εργάζομαι ως πράκτορας, ασκώ πρακτορεία 2. αντιπροσωπεύω τα συμφέροντα κάποιου έναντι αμοιβής 3. διακινώ ένα προϊόν για λογαριασμό άλλου εισπράττοντας προμήθεια 4. αναπτύσσω κατασκοπική δραστηριότητα, δρω για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”