- πρακτόρευση
- η, Ν [πρακτορεύω]1. άσκηση πρακτορείας2. ναυτ. εξυπηρέτηση τής διακίνησης ενός πλοίου ή φορτίου, εντολή που δίνεται από τον πλοιοκτήτη στον πράκτορα και η οποία περιλαμβάνει πράξεις που δεν αναγράφονται πουθενά και οι οποίες εξαρτώνται αποκλειστικά από αυτή την εντολή και από τις συμφωνίες μεταξύ πράκτορα και εφοπλιστή ή πλοιοκτήτη3. (οικον.) τεχνική χρηματοπιστωτικής διαχείρισης τού εξαγωγικού εμπορίου, που συνίσταται στη μεταβίβαση από τον δικαιούχο εμπορικών απαιτήσεων σε ιδιότυπο μεσίτη, τον πράκτορα4. αντιπροσώπευση τών συμφερόντων μιας επιχείρησης από πρακτορείο ή πράκτορα.
Dictionary of Greek. 2013.